- πνείω
- πνέωblowpres subj act 1st sgπνέωblowpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πνείω — Α (επικ. τ.) βλ. πνέω … Dictionary of Greek
βαρυπνείων — βαρυπνείων, ο (Α) φρ. «βαρυπνείοντες ἀῆται» άνεμοι που φυσούν δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + πνείω, ποιητ. τ. του πνέω] … Dictionary of Greek
πνέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α 1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.) 2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «πνέει… … Dictionary of Greek